Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

Κριτική παρουσίαση της συλλογής "Έλυτρα και λύτρα"

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΡΟΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ

Ελένη Μωυσιάδου- Δοξαστάκη, Έλυτρα και Λύτρα
( Ποίηση, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 2009)


Θα ξεκινήσω μιλώντας για τον ποιητικό λόγο, την ποιητική γλώσσα, και την ποιητική ιδεολογία της φίλης και συναδέλφου Ελένης Μωυσιάδου με δύο προειδοποιήσεις. Δεν είναι δικές μου, είναι της ποιήτριας. Η πρώτη είναι ο ίδιος ο τίτλος της συλλογής: Έλυτρα και Λύτρα. Η δεύτερη είναι στο εσώφυλλο, πριν από την αφιέρωση στις κόρες της. Διαβάζω: Γιατί η ποίηση είναι ο μόνος λόγος-ήχος που μπορεί να αρθεί στο ύψος της σιωπής για όσα δεν μπορεί κανείς …να μιλάει.
Τούτο σημαίνει ότι η ποιητική γλώσσα ουσιαστικά είναι το κομμάτι που καταφέρνει να αποσπάσει ο ποιητής από την ατελεύτητη χώρα της σιωπής, από την άηχη χώρα του άρρητου. Η ποίηση, επομένως, στη γλωσσική της διατύπωση –ασφαλώς και δεν εξαντλείται στη γλώσσα το φαινόμενό της- συγκροτεί μια γλωσσική οικοδομή που αίρεται στο ύψος της σιωπής. Σχηματοποιώ μαζί σας αυτά που αποκομίζω από τη δεύτερη, είπαμε, προειδοποίηση της ποιήτριας∙ θα έρθω και στην πρώτη, του τίτλου. Λοιπόν: η ποίηση είναι ύψος και σιωπή. Ωστόσο, κάθε ύψος υποβάλλει και επιβάλλει την ανάγκη της πτήσης.
Όμως πώς τελείται αυτή η πτήση; Το πού τελείται, σε ποιο χώρο δηλαδή, σε ποια θεματική περιοχή, μας το παρουσίασε με πειθώ και καίριο λόγο ο αγαπητός Αντώνης. Το πώς τελείται αυτή η πτήση, τούτο πρέπει να το αναζητήσουμε στον ίδιο τον ποιητικό λόγο. Ο λόγος έχει τα πτερά, γι’ αυτό και ο Όμηρος είπε τα έπεα πτερόεντα, ο δε Πλάτωνας τον ποιητή πτηνόν κούφον, ελαφρό πετούμενο. Η Μωυσιάδου όχι τυχαία στο μέσον περίπου της συλλογής της τοποθετεί το ποίημα με τον τίτλο Πτερόεν –σαφής υπαινιγμός στην πτητική δυνατότητα του λόγου αλλά και στα πιθανά ατυχήματα που συνοδεύουν κάθε πτήση. Το συγκεκριμένο ποίημα παρακολουθεί την ανθρώπινη περιπέτεια-πτήση στον χώρο και τον χρόνο για την αναζήτηση της ακριβούς γνώσης του κόσμου. Η ποιήτρια μάλιστα δηλώνει στο τέλος του ποιήματος την ανεπάρκεια του πτερόεντος λόγου για την εξακρίβωση του μυστηρίου της ύπαρξης και του κόσμου, δανειζόμενη τη ρήση του Πυθαγόρα: Σοφός μονάχα ο Θεός, εδώ που τα μιλάμε… οι απαντήσεις έπεα κι ως άνθρωποι- ξεχνάμε.
Πριν συνεχίσω αυτό το εντελώς προσωπικό ερμηνευτικό ταξίδι στη συλλογή της Μωυσιάδου, ας σταματήσω και πάλι για να αναλογιστώ πού έχω φτάσει αλλά και τι έχει προστεθεί ωστόσο στις αποσκευές μας. Η ποίηση λοιπόν είναι λόγος πτερόεις που μας αίρει στη σιωπή και τη λήθη. Η λήθη είναι τώρα το καινούριο στοιχείο, με βάση το ποίημα Πτερόεν. Χρήσιμο είναι στο σημείο αυτό να σκεφτούμε ότι η λήθη είναι θεμελιακό στοιχείο της ίδιας της ποίησης, όπως τουλάχιστον αναφέρεται στην ιδρυτική της ποιήσεως πράξη, με βάση όσα οι Μούσες εκμυστηρεύονται στον Ησίοδο, ποιητή της Θεογονίας. Κατά τούτο και η λήθη είναι πτερόεσσα, είναι πράξη δηλαδή ελευθερίας. Σε αυτήν την πράξη εστιάζει και από τον ίδιο τον τίτλο του, το κομβικό για τη συλλογή ποίημα Έλυτρα λήθης. Έτσι φτάνουμε τώρα σε ό,τι υποσχέθηκα στην αρχή, στον τίτλο της ίδιας της συλλογής: Έλυτρα και Λύτρα.
Θα μου πει κάποιος και με το δίκιο του ότι ο τίτλος αυτού του ποιήματος Έλυτρα λήθης δεν είναι ακριβώς ο τίτλος της συλλογής. Ωστόσο, το ίδιο το ποίημα αντιτείνει επιχείρημα, καθώς διαλαμβάνει στο περιεχόμενό του τον όρο Λύτρα, τον οποίο διασυνδέει με τον όρο μνήμη: διαβάζω τον στίχο: «τους ζωντανούς, λένε, η μνήμη εκδικείται και λύτρα απαιτεί». Για να τα βάλουμε όμως σε μια σειρά τα πράγματα. Τι σημαίνει ο όρος Έλυτρα: είναι από το αρχαίο ρήμα εἰλύω και ο όρος έλυτρον σημαίνει: κάλυμμα, περιτύλιγμα, καθεμιά από τις ανώτερες και σκληρές φτερούγες των κολεόπτερων και άλλων εντόμων που αποτελούν επικάλυμμα για τις κατώτερες φτερούγες, σκληρό περίβλημα σε όργανα, όπως μύες και τένοντες. Θα έλεγε επομένως κανείς ότι έλυτρον σημαίνει και φτερό και προστασία.
Υπό την έννοια αυτή, ο τίτλος του ποιήματος Έλυτρα λήθης μπορεί να αποδοθεί ως τα προστατευτικά φτερά της λήθης, που μας βοηθούν να πάμε πέρα από τον χώρο και τον χρόνο, πέρα από την οδύνη και τη συνείδηση, πέρα από την τυραννία της μνήμης και των απαιτήσεών της, πέρα από το πάθος του καθ’ημέραν βίου. Διαβάζω από το ποίημα Έλυτρα λήθης: κι όταν η λήθη αμφιδρομεί μες στις ξερολιθιές, ψυχή/καμιά δε φυλακίζεται.. Τώρα φαίνεται πως το αίνιγμα του τίτλου της συλλογής λύεται ή τουλάχιστον αποκτά προσβάσεις για την επίλυσή του. Ας προσθέσω σε κάθε ουσιαστικό του τίτλου ΄Ελυτρα και Λύτρα τους όρους που βρήκα στο ποίημα: Έλυτρα λήθης και Λύτρα μνήμης. Σε αυτό το δίπολο συμπυκνώνεται η ποιητική της Μωυσιάδου. Η μνήμη είναι τόσο κοντά στη λήθη όσο και οι όροι Έλυτρα και Λύτρα∙ ένα έψιλον τους χωρίζει. Η μνήμη είναι η λύτρωση της λήθης και η λήθη είναι η λύτρωση της μνήμης. Σε αυτό το παράδοξο, όπου η απώλεια είναι κέρδος και το κέρδος απώλεια πετούν τα Έλυτρα και καταβάλλονται τα Λύτρα. Μόνο που το σιωπηλό, άρρητο και πτερόεν Έλυτρον και Λύτρον είναι η ίδια η Ψυχή. Διαβάζω το υπέροχο κατ’εμέ ποίημα Λύτρα:

Σαν Λεωνίδας δίνει μάχες η ψυχή.
Μονάχα χάνοντας κερδίζει.
Καλός στρατιώτης∙ αγαθός, που αψηφά
Του τόπου τα γυρίσματα,
Του Εφιάλτη τα όνειρα
Και κάποιου Ξέρξη υπερφίαλου
Τις βουλές.

Αυτές τις μάχες δίνει η ψυχή, η οποία είναι ουσιαστικά ο πτερόεις λόγος της ποίησης. Αυτή η ψυχή, σύμφωνα με την Μωυσιάδου, «σαν το δραπέτη/ ή ως πνοή ανέμου ξεγλιστρά/ τους επαλλήλους κύκλους ν’ανιχνεύσει/μιας τάξης κοσμικής, /όπου το νυν και το αεί/ ορθοτομούν το χάος.» Αυτή την ανίχνευση η ποιήτρια την επιχειρεί με όργανο πτήσης τον ίδιο τον ελληνικό λόγο στη διαχρονία του. Έτσι μόνον μπορεί η Μωυσιάδου, όπως έχει δείξει με γνώση και με τρόπο σε άρθρο της η αγαπητή Τασούλα Μαρκομιχελάκη, να διατρέχει όλες τις σφαίρες της ελληνικής γλωσσικής επικράτειας.
Γι’ αυτό και χρησιμοποιεί, για να δανειστώ και να παραλλάξω τον Ελύτη, «λέξεις ερχωμένες από πολύ παλαιά ή άλλες νεότερες, ακόμα και ιδιωματικές» οι οποίες συνωστίζονται στην άκρη της πένας της και σαλεύουνε σαν κάτι να ζητάνε και αναπηδούν ως το σημείο να σε πιτσιλάνε στο πρόσωπο και τα μάτια.». Η Ελένη μας πιτσιλάει το πρόσωπο και τα μάτια με τέτοιες λέξεις, οι οποίες ωστόσο δεν μειώνουν την όρασή μας, την οξύνουν και την διανοίγουν. Διότι δεν είναι το χέρι που τρίβει τα μάτια μας για να δούμε καλύτερα τον κόσμο, είναι ο λόγος που είδαμε, ο λόγος που ακούσαμε, ο λόγος που είπαμε ή δεν είπαμε. Ενδεικτικά μόνον αναφέρω τις λέξεις: μυθίζει, δέργμα, μορόεις, μυλαύλακο, παννυχίζει, τηλαυγής.
Είναι μάλιστα ενδιαφέρον από τη μια και ανοίκειο από την άλλη στην ποιητική μας παράδοση το γεγονός ότι η ποιήτρια συγκροτεί δημοτικούς ρυθμούς με λόγιες, αρχαιοπρεπείς ή αρχαίες λέξεις. Ένα παράδειγμα: δίχα ο χρόνος τέμνεται κι αμφίθυμος μυθίζει/ μια ρήτρα αποφατική /σαν μιας ευθύνης «οίδα»/δεδικασμένο απ’ την τυφλή –κατά κανόνα/Δίκη. Η Μωυσιάδου φαίνεται να πιστεύει σε αντίθεση με τη σεφερική αρχή για την απλότητα στη γλώσσα της ποίησης πως εξ ορισμού δεν πρέπει να αποκλείονται στον ποιητή οι αναλήψεις από το ταμείο της γλωσσικής διαχρονίας. Αντιθέτως επιτρέπονται, για να μην πω επιβάλλονται, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τον Ελύτη. Η συλλογή της αυτό καταθέτει ως ποιητική πρακτική, και τούτο συνιστά έναν πρόσθετο προβληματισμό για τη γλώσσα, στην οποία κάθε φορά γράφεται η ποίηση ή οφείλουν οι ποιητές να τη γράφουν. Προσωπικά δεν είμαι αντίθετος στον ερανισμό, στη διάνθιση ή την αναπαρθένευση της γλώσσας, όταν στο όλον του ποιήματος και του ρυθμού του δεν δημιουργούνται προβλήματα.
Η Μωυσιάδου ως επί το πλείστον σε τούτο το προκλητικό για τα σύγχρονα ποιητικά γλωσσικά ήθη εγχείρημά της αποφεύγει τις κακοτοπιές και αρθρώνει έναν λόγο –«κλειδί παλίντροπο στου μύθου τις χορδές», έναν λόγο που ασφαλώς δείχνει πόσο υποψιασμένη είναι για το ποιητικό φαινόμενο αλλά και για την ίδια τη ζωή. Έναν λόγο που γίνεται σύγχρονος και αρχαίος συρτός χορός πάνω στη δισύλλαβη Γαία, κάτω από τα χέρια του ουρανού που μας τραβά στο άφθογγο με ορμή. Γύρω μονάχα παρελθόν και μέλλον, όπως λέγει η ποιήτρια, και στο μέσον θα πρόσθετα μια σπονδή με ένα κροντήρι λεπτοδουλεμένο που έχει μέσα του για κρασί τα Έλυτρα και τα Λύτρα ενός τιμαλφούς ποιητικού λόγου, που ανεμίζει και πλέει ήδη στα βαθιά του γλωσσικού μας πόντου κι έχει την πλώρη βάλει γι’ ακόμη μεγαλύτερα και δυσκολότερα εύγε.
Ελένη, σ’ ευχαριστώ για τούτο το ερέθισμα και για τούτο το ταξίδι στον ατελεύτητο της ποίησης πόντο.

Περιοδικό ΔΙΑΛΟΓΟΣ, τεύχος 20- 21, Μάρτιος 2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου