Γλώσσεψα την μπέρδα μου
Στην ελληνική λαογραφία ο όρος γλωσσοδέτης ή γλωσσολύτης ή και «καθαρογλώσσημα» αποτελεί συνήθως μια πρόταση, την οποία πρέπει κανείς να επαναλάβει ή να επαναλαμβάνει συνεχώς ταχύτερα, με λέξεις που μοιάζουν μεταξύ τους, περισσότερο όμως πλαστές, και που καθίστανται έτσι δυσπρόφερτες προκαλώντας τα γέλια με τους αποτυχόντες την ορθή επανάληψη.
Παλαιότερα αποτελούσε και «τεστ» προφορικών εισαγωγικών εξετάσεων στις στρατιωτικές Σχολές.
Της καρέκλας το ποδάρι ξεκαρεκλοποδαρώθηκε και την πήγαν στον ξεκαρεκλοποδαροτή να την ξεκαρεκλοποδαρώσει.
Γράψτε στα σχόλια γλωσσοδέτες στην Ελληνική & στη Γαλλική γλώσσα.
Ανεβαίνω, κατεβαίνω, μπαινοβγαινω κι ανεβομπαινοβγαινοκατεβαίνω.
ΑπάντησηΔιαγραφήο παπας ο παχης εφαγε παχια φακη γιατι παπα παχη εφαγες παχια φακη
ΑπάντησηΔιαγραφήla mere du maire tomber dans la mer
ΑπάντησηΔιαγραφήΣκεπαρνομολυβδο κοντυλοφοροπελεκιτής
ΑπάντησηΔιαγραφή